Σε ένα μακρινό βασίλειο, ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα ως τώρα άτεκνοι. Λίγο καιρό μετά απέκτησαν ένα πανέμορφο κοριτσάκι και έκαναν μια γιορτή, στην οποία κάλεσαν τις επτά μοίρες για να κάνουν δώρα στο μωρό. Μόνο που δεν είχαν καλέσει την γριά μάγισσα, στην οποία όταν ήρθε δεν της έδωσαν ιδιαίτερη σημασία και αυτό μεγάλωσε την οργή της. Αφού έδωσαν στο μώρο το όνομα Αυγή, οι έξι πρώτες μοίρες έδωσαν στο μωρό ομορφιά, καλοσύνη, γλυκύτητα, ωραία φωνή, εργατικότητα και αρετή, η έβδομη όμως άφησε την γριά να δώσει πριν από αυτήν το δώρο της. Η γριά έδωσε στο μωρό μια κατάρα που έλεγε πως προτού κλείσει τα δεκαέξι της χρόνια θα τρυπήσει το δάχτυλό της στο αδράχτι μιας ανέμης και θα πεθάνει. Οι γονείς της απελπίστηκαν και ζήτησαν από την έβδομη μοίρα να πάρει την κατάρα, αλλά εκείνη δεν μπορούσε να την ακυρώσει, παρά μόνο να την ελαφρύνει, έτσι αντί να πεθάνει θα κοιμηθεί για εκατό χρόνια και θα ξυπνήσει μόνο από το φιλί ενός πρίγκιπα. Ο βασιλιάς διέταξε να κάψουν όλες τις ανέμες του βασιλείου και όποιος αρνηθεί να του πάρουν το κεφάλι.
Χρόνια μετά, όταν η πριγκίπισσα ήταν δεκαπέντε χρόνων, ανέβηκε στον ψηλότερο πύργο του παλατιού και εκεί βρήκε μια γριά να γνέθει σε μια ανέμη, η οποία γρια ήταν η μάγισσα μεταμφιεσμένη. Η πριγκίπισσα θέλησε να γνέσει και όταν κάθισε η γριά της τρύπησε το δάχτυλο στο αδράχτι και έπεσε σε λήθαργο. Όταν την βρήκαν, το βασίλειο έπεσε σε πένθος και μη θέλοντας να την θάψουν, έφτιαξαν για αυτήν ένα ξύλινο στολισμένο κρεβάτι στον ψηλότερο πύργο. Η έβδομη μοίρα κοίμησε όλους τους κατοίκους του βασιλείου, για να ελαφρύνει τον πόνο τους, και για να προστατέψει το παλάτι το κάλυψε με ένα δάσος από αγκάθια.
Τα χρόνια πέρασαν και ένας πρίγκιπας θέλησε να δει την πριγκίπισσα και να την ξυπνήσει. Περνώντας τα αγκάθια και τους κινδύνους που συνάντησε στο δρόμο του, έφτασε στο κάστρο και βλέποντας τους κοιμισμένους κατοίκους ανέβηκε στον πύργο και με ένα φιλί ξύπνησε την όμορφη πριγκίπισσα και μαζί της ξύπνησαν όλοι οι κάτοικοι του παλατιού. Αργότερα η πριγκίπισσα και ο πρίγκιπας παντρεύτηκαν σε μια λαμπρή και μεγαλοπρεπή τελετή. Ο πρίγκιπας αποκτά με την πριγκίπισσα δύο παιδιά (ένα κορίτσι και ένα αγόρι). Ωστόσο, δεν έχει πει στους γονείς του για τον γάμο του, επειδή η μάνα του είναι δράκαινα. Τελικά, οι γονείς του πρίγκιπα γνωρίζουν την βασιλοπούλα και τα δύο παιδιά. Όταν όμως ο βασιλιάς πεθαίνει και ο πρίγκιπας φεύγει για τον πόλεμο, τότε η δράκαινα-βασίλισσα κλειδώνει την βασιλοπούλα και τα μωρα σε ένα ξύλινο σπίτι, σχεδιάζοντας να βάλει τον αρχιμάγειρά της να τους μαγειρέψει με πικάντικη σάλτσα. Ο αρχιυπηρέτης της, όμως, αδυνατώντας να τους σκοτώσει, δίνει στην βασίλισσα αντί για το αγοράκι ένα αρνάκι, αντί για το κοριτσάκι ένα κατσικάκι και αντί για την πριγκίπισσα ένα κόκκινο έλαφακι. Η βασιλισσα, εξ' αιτίας των κλαμάτων των μωρών ανακαλύπτει το κόλπο του μάγειρα και βάζει σκοπό να τους σκοτώσει η ίδια, βάζοντας στην αυλή του παλατιού μια δεξαμενή γεμάτη με ερπετά και φρύνια για να φάνε την βασιλοπούλα κα τα μωρά. Όταν εμφανίζεται ο πρίγκιπας, όμως, το αποτέλεσμα είναι να πέσει η ίδια και να φαγωθεί από τα πλάσματα της δεξαμενής. Ο πρίγκιπας ξεπερνά τον θάνατο, χάρη στην παρηγοριά της αγαπημένης του οικογένειας, ζώντας μαζί τους μια πανευτυχή ζωή.
Χρόνια μετά, όταν η πριγκίπισσα ήταν δεκαπέντε χρόνων, ανέβηκε στον ψηλότερο πύργο του παλατιού και εκεί βρήκε μια γριά να γνέθει σε μια ανέμη, η οποία γρια ήταν η μάγισσα μεταμφιεσμένη. Η πριγκίπισσα θέλησε να γνέσει και όταν κάθισε η γριά της τρύπησε το δάχτυλο στο αδράχτι και έπεσε σε λήθαργο. Όταν την βρήκαν, το βασίλειο έπεσε σε πένθος και μη θέλοντας να την θάψουν, έφτιαξαν για αυτήν ένα ξύλινο στολισμένο κρεβάτι στον ψηλότερο πύργο. Η έβδομη μοίρα κοίμησε όλους τους κατοίκους του βασιλείου, για να ελαφρύνει τον πόνο τους, και για να προστατέψει το παλάτι το κάλυψε με ένα δάσος από αγκάθια.
Τα χρόνια πέρασαν και ένας πρίγκιπας θέλησε να δει την πριγκίπισσα και να την ξυπνήσει. Περνώντας τα αγκάθια και τους κινδύνους που συνάντησε στο δρόμο του, έφτασε στο κάστρο και βλέποντας τους κοιμισμένους κατοίκους ανέβηκε στον πύργο και με ένα φιλί ξύπνησε την όμορφη πριγκίπισσα και μαζί της ξύπνησαν όλοι οι κάτοικοι του παλατιού. Αργότερα η πριγκίπισσα και ο πρίγκιπας παντρεύτηκαν σε μια λαμπρή και μεγαλοπρεπή τελετή. Ο πρίγκιπας αποκτά με την πριγκίπισσα δύο παιδιά (ένα κορίτσι και ένα αγόρι). Ωστόσο, δεν έχει πει στους γονείς του για τον γάμο του, επειδή η μάνα του είναι δράκαινα. Τελικά, οι γονείς του πρίγκιπα γνωρίζουν την βασιλοπούλα και τα δύο παιδιά. Όταν όμως ο βασιλιάς πεθαίνει και ο πρίγκιπας φεύγει για τον πόλεμο, τότε η δράκαινα-βασίλισσα κλειδώνει την βασιλοπούλα και τα μωρα σε ένα ξύλινο σπίτι, σχεδιάζοντας να βάλει τον αρχιμάγειρά της να τους μαγειρέψει με πικάντικη σάλτσα. Ο αρχιυπηρέτης της, όμως, αδυνατώντας να τους σκοτώσει, δίνει στην βασίλισσα αντί για το αγοράκι ένα αρνάκι, αντί για το κοριτσάκι ένα κατσικάκι και αντί για την πριγκίπισσα ένα κόκκινο έλαφακι. Η βασιλισσα, εξ' αιτίας των κλαμάτων των μωρών ανακαλύπτει το κόλπο του μάγειρα και βάζει σκοπό να τους σκοτώσει η ίδια, βάζοντας στην αυλή του παλατιού μια δεξαμενή γεμάτη με ερπετά και φρύνια για να φάνε την βασιλοπούλα κα τα μωρά. Όταν εμφανίζεται ο πρίγκιπας, όμως, το αποτέλεσμα είναι να πέσει η ίδια και να φαγωθεί από τα πλάσματα της δεξαμενής. Ο πρίγκιπας ξεπερνά τον θάνατο, χάρη στην παρηγοριά της αγαπημένης του οικογένειας, ζώντας μαζί τους μια πανευτυχή ζωή.
εγώ για πεντάμορφη την ήξερα ...
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι γω ετσι την ηξερα
ΑπάντησηΔιαγραφή